- μεγαλοσύνη
- και μεγαλωσύνη, η (ΑM μεγαλωσύνη, Μ και μεγαλοσύνη) [μεγάλος]μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπειανεοελλ.αξιοπρέπεια, υπερηφάνειαμσν.1. απεραντοσύνη2. μέγεθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μεγαλεία — η (Μ μεγαλεία) στον πληθ. κοσμικές τιμές, αξιώματα νεοελλ. μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, μεγαλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. μεγαλείο με αλλαγή γένους ή ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μεγαλείος*] … Dictionary of Greek
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
μεγαλωσύνη — η (ΑM μεγαλωσύνη) βλ. μεγαλοσύνη … Dictionary of Greek
τρανάδα — η, Ν η ιδιότητα τού τρανού, μεγαλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
Σικελιανός, Άγγελος — Έλληνας ποιητής (Λευκάδα 1884 Αθήνα 1951). Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα (1900) για να σπουδάσει νομικά, εγκατάλειψε όμως γρήγορα τα σχέδιά του, γιατί τον κέρδισε η ποίηση. Μελέτησε με πάθος τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα τους… … Dictionary of Greek